- ἀφίεμαι
- ἀφίημιsend forthpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαφίεμαι — (AM ἐπαφίεμαι και ενεργ. ἐπαφίημι, Μ και ἐπαφίω) νεοελλ. εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή μια υπόθεση σε κάποιον («επαφίεμαι στην κρίση τού δικαστηρίου») αρχ. μσν. 1. αφήνω κάτι να πέσει, να παρασυρθεί 2. αφήνω κάτι να καλυφθεί 3. ρίχνω εναντίον… … Dictionary of Greek
ՁԵՐԲԱԶԱՏԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0154 Chronological Sequence: 12c ձ. ἁφίεμαι emancipor. Ձերբազատ լինել. ինքնանալ. *Որք ձերբազատեցան, լինին այնուհետեւ անձնիշխանք. Մխ. դտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)